- ημιχρύσους
- ἡμιχρύσους, ὁ (Α)βλ. ημίχρυσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
MINA — Gallis la Mine, arx Guineae, in ora aurea. Permunita, in colle, cum portu capaci, sub Hollandis, ab A. C. 1637. cum Galli ibi habuerint antea coloniam, ab A. C. 1383. et Lusitani ibi arcem exstruxerint, A. C. 1482. Vide Arx S. Georgii de Mina.… … Hofmann J. Lexicon universale
ημίχρυσος — ο (Α ἡμίχρυσος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, αλλ. τομβάκιο* αρχ. επιγρ. μισός χρυσός, μισός στατήρας, αλλ. ήμιχρύσους … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek